- ηδύτης
- (-ητος) η1) сладость (свойство); 2) приятность, симпатичность, миловидность; 3) сладостность, упоительность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἡδύτης — sweetness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύτησι — ἡδύτης sweetness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύτησιν — ἡδύτης sweetness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύτητα — ἡδύτης sweetness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύτητες — ἡδύτης sweetness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύτητι — ἡδύτης sweetness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύτητος — ἡδύτης sweetness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύτητα — η (AM ἡδύτης, ητος) [ηδύς] γλυκιά γεύση, γλυκύτητα, νοστιμάδα νεοελλ. μσν. (για λόγο) η χάρη … Dictionary of Greek
ՀԵՇՏԱԿՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0086 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἠδύτης, ἠδονή voluptas, suavitas, lepos. Հեշտութիւն. հաճութիւն. ախորժ. բերկրութիւն. *Ողորմութիւն ʼի յանձնէ առ կարօտեալս հանդերձ հեշտակրութեամբ եւ ուրախութեամբ առաջի բերեալ: Հոգեւորական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)